ΚΑΤΑΓΩΓΗ:
Ελληνική. Ιδιαίτερη πατρίδα του η μεγαλόνησος Κρήτη, όπου η φυλή υφίσταται αναλλοίωτη τουλάχιστον επί πέντε χιλιετίες. Ευρήματα που απεικονίζουν τον Κρητικό λαγωνικό σκύλο και αναφορές στις Κρήσσες κύνες χρονολογούνται ήδη από την προϊστορική περίοδο του Αιγαιακού πολιτισμού, την Κυκλαδική, Μινωική & Μυκηναϊκή τέχνη και τα Ομηρικά έπη.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
Έργα τέχνης που απεικονίζουν τον Κρητικό σκύλο δίωξης εμφανίζονται ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς της μεγαλονήσου που προηγήθηκαν του Μινωικού πολιτισμού (3200-1700π.Χ.). Μεταλλικό εύρημα που απεικονίζει το πλοίο της <<Μεγάλης Θεάς>> φέρει επί της πλώρης την χαρακτηριστική φιγούρα του Κρητικού λαγωνικού (Μουσείο Ηρακλείου). Σφραγιδόλιθοι, κεραμικά & μεταλλικά σκεύη, διακοσμητικά αντικείμενα, γλυπτά και τοιχογραφίες αλλεπάλληλων ιστορικών περιόδων παραδίδουν απαράλλακτη την μορφή του Κρητικού λαγωνικού έκτοτε και ανά τους αιώνες. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η μινωικής τεχνοτροπίας νωπογραφία της Θήρας, που απεικονίζει τον αυθεντικό τύπο της φυλής. Ο διακεκριμένος αρχαιολόγος καθηγητής Σ. Μαρινάτος αφιέρωσε εκτεταμένα πονήματα σε αυτό το ζωντανό μνημείο της Ελλάδος, πιστοποιώντας την αδιάσπαστη ιστορική του συνέχεια και την διατήρησή του στο νησί, με τα ίδια μορφολογικά και εργασιακά χαρακτηριστικά, έως τις μέρες μας.
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ:
Πρωτόγονος λαγωνικός σκύλος δίωξης, λυγερόκορμος, νευρώδης, αθλητικός, ταχύς. Ορθόωτος, λειότριχος, μακρυσκελής, με επιμήκη, σφηνοειδή κεφαλή και κυκλοτερή ουρά. Μυϊκή διάπλαση ισχυρή, ανεπτυγμένη κατά μήκος και λεπτόγραμμη. Εύστροφος, ευλύγιστος, εύρωστος, επιδέξιος, με αστραπιαίες αντιδράσεις και ταχύτατα καλπασμό, ο Κρητικός λαγωνικός κυνηγά το λαγό (και το αγριοκούνελο) μόνος ή ζευγαρωτά χρησιμοποιώντας την όραση αλλά και την όσφρηση. Ανθεκτικός και αποτελεσματικός σε όλα τα εδάφη και ιδιαίτερα τα βραχώδη και δύσβατα όπου αναδεικνύονται οι ικανότητές του στην αναρρίχηση, ερευνά, ξεφωλιάζει και καταδιώκει το θήραμα με ορμητικότητα και εξαιρετική ευελιξία, ικανός ακόμη και να το συλλάβει. Δίνει <<φωνή>> (η οποία είναι ιδιάζουσα: λεπτή, θρηνώδης και μάλλον χαμηλής έντασης) κατά τον οπτικό εντοπισμό του θηράματος και την καταδίωξη. Λιτοδίαιτος οργανισμός με ισχυρή κράση και ζωηρή ιδιοσυγκρασία, είναι ικανός για πολύωρη εργασία ακόμα και στις πιο απόκρημνες ορεινές περιοχές της πατρίδας του, όπου στο παρελθόν κυνηγούσε επίσης και το αγριοκάτσικο με επιτυχία.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ & ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ:
Ενεργής, ευφυής, ευγενής, στο κυνήγι ορμητικός, επίμονος, γενναίος και ακαταπόνητος (διάπονος), στο σπίτι ήπιος, υπάκουος, καλότροπος, συντροφικός, εύχαρις. Με τους ξένους συγκρατημένος, με τους οικείους τρυφερός, εκδηλωτικός και αφοσιωμένος, συμβιώνει ήρεμα με τα άλλα ζώα του σπιτιού και του αγροκτήματος (πάριππος = συνοδός των ιππέων κατά την αρχαιότητα) και γενικά η συμπεριφορά του είναι ισορροπημένη και αξιόπιστη. Ωριμάζει αργά και είναι έντονα ενστικτώδης. Οι αισθήσεις του είναι ιδιαίτερα οξυμένες και έχει μεγάλη αντίληψη, ζωντάνια και οξυδέρκεια. Παρατηρητικός, προσεκτικός, περίεργος και ερευνητικός, εκπαιδεύεται εύκολα στις εντολές με οπτικά σήματα και στον έλεγχο εξ’ αποστάσεως. Στην αρχαιότητα θεωρείτο άριστος στο κυνήγι της ελάφου, του αγριόχοιρου και αυτής της άρκτου. Η χρήση του σε φτερωτά θηράματα αντενδεικνύεται τελείως : κάνει το σκύλο νωθρό και αδιάφορο γιατί είναι κάτω από τις ικανότητές του. Είναι πλασμένος για την καταδίωξη και μόνο μέσα από αυτήν αναδεικνύεται σωματικά και διανοητικά.
ΜΕΓΕΘΟΣ:
Ύψος ακρωμίων 52 – 60 εκ. για αρσενικά δείγματα, 50 – 58 εκ. για θηλυκά. Βάρος 15 -30 κιλά, πάντα ανάλογο με το μέγεθος και σε καλή φυσική κατάσταση.
ΜΑΝΔΥΑΣ:
Δέρμα λεπτό, αρκετά σφικτό, ανθεκτικό, χωρίς ρυτίδες και χαλάρωση, με καλή χρωστική των ορατών βλεννογόνων. Τρίχωμα λείο, σκληρό, απόλυτα ίσιο, πυκνό, πολύ κοντό και λεπτό στο κεφάλι, τα αυτιά και τα κάτω μέρη του σώματος, λίγο μακρύτερο στις παρυφές του λαιμού, τα νώτα και την ουρά.
ΧΡΩΜΑ:
Α) Μονόχρωμο (λευκό, υπόλευκο, υπόξανθο, καστανόξανθο) με ή χωρίς αποχρώσεις. Επιτρεπτές οι κηλίδες λευκού στο στήθος, τα άκρα των ποδιών και την ουρά.
Β) Δίχρωμο (ραβδωτό, καστανό – πύρινο)
Γ) Τρίχρωμο (ραβδωτό ή καστανό – πύρινο με λευκά σημάδια).
Αποδεκτοί χρωματισμοί:
Α) Μαύρο
Β) Ασπρόμαυρο, άσπρο – καστανό & μαύρο – πύρινο
Γ) Μαύρο – πύρινο με λευκά σημάδια
ΚΕΦΑΛΗ:
Επιμήκης, σφηνοειδής, καλοσμιλεμένη (ιδιαίτερα κάτω από τα μάτια), με κρανίο και ρύγχος κατά προτίμηση ισομήκη. Άξονες παράλληλοι ή ελαφρότατα αποκλίνοντες. Η οροφή του κρανίου είναι ελαφρότατα καμπύλη και πεπλατυσμένη, όπως και οι παρειές, που συγκλίνουν ευθεία προς τα εμπρός. Οι πλευρές του κρανίου είναι ελαφρώς καμπύλες. Κρανιομετωπική γωνία ομαλή, προοδευτική και αβαθής, οφρυιακά τόξα μετρίως ανεπτυγμένα, μετωπική αύλακα εμφανής μεταξύ των ματιών και προοδευτικά ελαττούμενη προς την οροφή του κρανίου, ινιακή απόφυση ελάχιστα εμφανής.
ΣΩΜΑ:
Κορμός μυώδης, μακρύς, στεγνός, ισχυρός αλλά όχι βαρύς. Το βάθος του δεν φθάνει μέχρι τους αγκώνες. Στέρνο μέτρια ευρύ αρκετά βαθύ, στέρνο όχι ιδιαίτερα ανεπτυγμένο προς τα εμπρός αλλά προς τα πίσω και κάτω. Θώρακας πολύ καλά εκτεταμένος προς τα πίσω, πλευρές τοξοειδείς και στην περιοχή του αγκώνα (πρόσθιο κατώτερο τμήμα) πεπλατυσμένες προς τα μέσα. Το βαθύτερο σημείο του στέρνου βρίσκεται πίσω από τα ακρώμια. Ράχη ισχυρή, νευρώδης, μυώδης, επιμήκης, ίσια, σχηματίζει ελαφριά καμπύλη πάνω από τη νεφρική χώρα. Οσφύς βραχεία, ισχυρή, μυώδης, στεγνή. Λεκάνη μακριά, κεκλιμένη, μυώδης. Τα άνω άκρα των λαγόνιων οστών διακρίνονται ελαφρά. Η κάτω γραμμή του σώματος είναι ανασυρμένη ψηλά προς την κοιλιακή χώρα, η οποία είναι στεγνή και μυώδης.
ΟΥΡΑ:
Φύεται αρκετά χαμηλά και δεν φθάνει τα ακροτάρσια. Φαρδιά στη ρίζα, λεπταίνει προοδευτικά προς την άκρη. Φέρεται προς τα επάνω σε καμπύλη, ημικύκλια ή τυλιγμένη δακτυλιοειδώς πάνω στα νώτα, αλλά χωρίς αγκύλωση (άγκιστρο) στην άκρη. Σε ανάπαυση χαλαρώνει προς τα κάτω χωρίς στρεβλώσεις ή σπασίματα. Έχει μακρύτερο τρίχρωμα στο κάτω μέρος της. Ο Κρητικός λαγωνικός χρησιμοποιεί την ουρά του σαν όργανο ευστάθειας αλλά και έκφρασης. Άτομα άνουρα, βραχύουρα ή με κομμένη ουρά είναι εκτός τύπου και αποκλείονται.
Πηγή: http://www.koe.gr